- Δόντα
- Δόντᾱ , Δόντηςmasc nom/voc/acc dual (doric)Δόντηςmasc voc sg (doric)Δόντᾱ , Δόντηςmasc gen sg (doric aeolic)Δόντηςmasc nom sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δόντα — δίδωμι Aër. aor part act neut nom/voc/acc pl (epic) δίδωμι Aër. aor part act masc acc sg (epic) δίδωμι Aër. aor part act neut nom/voc/acc pl δίδωμι Aër. aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόντ' — δόντα , δίδωμι Aër. aor part act neut nom/voc/acc pl (epic) δόντα , δίδωμι Aër. aor part act masc acc sg (epic) δόντα , δίδωμι Aër. aor part act neut nom/voc/acc pl δόντα , δίδωμι Aër. aor part act masc acc sg δόντι , δίδωμι Aër. aor part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δόντ' — Δόντα , Δόντης masc voc sg (doric) Δόντα , Δόντης masc nom sg (epic doric) Δόνται , Δόντης masc nom/voc pl (doric) Δόντᾱͅ , Δόντης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δόντας — Δόντᾱς , Δόντης masc acc pl (doric) Δόντᾱς , Δόντης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπροδόντης — ο (θηλ. δόντα, η) αυτός που έχει άσπρα δόντια … Dictionary of Greek
φιλόδωρος — ον, Α 1. γενναιόδωρος 2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («φιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.) 3. αυτός που τού αρέσει να παίρνει δώρα 4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ… … Dictionary of Greek